χρωματοθήκη

χρωματοθήκη
η, Ν
θήκη για χρώματα ζωγραφικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρώμα, -ατος + θήκη. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… …   Dictionary of Greek

  • παλέτα — η 1. η επίπεδη πλάκα πάνω στην οποία ο ζωγράφος τοποθετεί τα χρώματα για να ζωγραφίσει, η χρωματική πυξίδα τού ζωγράφου, η χρωματοθήκη 2. η χρωματική κλίμακα που χρησιμοποιείται από τον καλλιτέχνη 3. τεχνολ. κινητή βάση πλαίσιο πάνω στην οποία… …   Dictionary of Greek

  • χρωματοπυξίδα — η, Ν (παλ. όρος) χρωματοθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρώμα, ατος + πυξίδα. Η λ., στον λόγιο τ. χρωματοπυξίς, μαρτυρείται από το 1890 στον Αλ. Θ. Φιλαδελφέα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”